- σπαραξικάρδιος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που σπαράζει την καρδιά, πολύ οδυνηρός («σπαραξικάρδιος θρήνος»)2. ειρων. προσποιητά θλιβερός, προσποιητά οδυνηρός («πολύ σπαραξικάρδια είναι αυτά που λές»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάραξις «σπασμός» + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι-κάρδιος, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Ισιδ. Σκυλίσση].
Dictionary of Greek. 2013.